- συμφύγιον
- συμφύγιον,A confugium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφύγιον — τὸ, Α καταφύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φύγιον (< φυγος < φυγή), πρβλ. κατα φύγιον] … Dictionary of Greek